- περιττός αριθμός
- Ο αριθμός που δεν είναι πολλαπλάσιο του 2, γενική μορφή 2v + 1.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιττός — ή, ό 1. αυτός που είναι παραπανίσιος, άχρηστος, ανώφελος, αυτός που περισσεύει: Περιττά λόγια. 2. (μαθημ.), αριθμός που δε διαιρείται με το δύο ακριβώς (1, 3, 5, 7, 9), αλλιώς μονός (αντίθ. άρτιος, ζυγός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… … Dictionary of Greek
περισσάρτιος — ον, ΜΑ (για αριθμούς) ο περιττός και άρτιος, ο αριθμός που όταν διαιρείται με μία δύναμη τού 2 γίνεται περιττός, όπως π.χ. ο 24 διαιρούμενος διά 23 (=8) γίνεται ο περιττός αριθμός 3. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + ἄρτιος] … Dictionary of Greek
σκαληνός — ή, ό / σκαληνός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ός, Α 1. άνισος, ασύμμετρος, ανισοσκελής 2. φρ. α) «σκαληνό(ν) τρίγωνο(ν)» τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισες β) «σκαληνοί μύες» τρεις μύες τής πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο πρόσθιος, ο μέσος και… … Dictionary of Greek
τρία — αριθμ. απόλ., άκλ. (πρβλ. και λ. τρεις) 1. ποσότητα από δύο και μία ακόμη μονάδα. 2. μαζί με το ουδ. άρθρο ως ουσ., το τρία ο αριθμός αυτός και το σύμβολό του 3: Το τρία είναι περιττός αριθμός. – Το 9 είναι πολλαπλάσιο του 3. 3. ό,τι έχει τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περισσοειδής — ές, Α (για τη δυάδα) αυτός που φαίνεται ως περιττός αριθμός, ενώ είναι άρτιος, αυτός που μετέχει στη φύση τών περιττών αριθμών («περισσοειδὴς γὰρ πολλάκις ἡμῑν ὤφθη ἡ δυάς», Θεολογ. Αριθμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + ειδής*] … Dictionary of Greek
μεταβλητή — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλωθεί η ποσότητα, η οποία μπορεί να λαμβάνει διάφορες τιμές μέσα από ένα σύνολο τιμών. Για παράδειγμα, στην έκφραση f(x) = y, με x συμβολίζεται η μ. που παίρνει οποιαδήποτε τιμή από το πεδίο ορισμού της f και… … Dictionary of Greek
δυαδικό κλάσμα — Κάθε ρητός αριθμός Χ που παριστάνεται με: όπου v ακέραιος ≥ 0 και m περιττός ακέραιος αριθμός. Το δ.κ. ονομάζεται και δυαδικός ρητός αριθμός … Dictionary of Greek
μονός — ή, ό (Μ μονός, ή, όν) (για αριθμό) αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί διά τού δύο, περιττός, σε αντιδιαστολή προς τον άρτιο, τον ζυγό νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο, απλός, μονομερής («μονή κλωστή») 2. (για άνθος) αυτός που … Dictionary of Greek
περιττότητα — η / περισσότης, ητος και αττ. τ. περιττότης, ΝΜΑ [περιττός/περισσός] 1. η ιδιότητα τού περιττού, το να είναι κάτι περιττό, παραπανήσιο, άχρηστο 2. η ιδιότητα τού περιττού αριθμού, το να είναι ένας αριθμός περιττός … Dictionary of Greek